- σκηπτοφόρος
- σκηπτοφόροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηπτοφόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. σκηπτροφόρος … Dictionary of Greek
σκαπτοφόρος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. σκηπτοφόρος … Dictionary of Greek
σκηπτροφόρος — και ποιητ. τ. σκηπτοφόρος και δωρ. τ. σκαπτοφόρος, ον, Α 1. αυτός που φέρει, που κρατά σκήπτρο 2. βασιλικός («σκηπτροφόρος σοφία», Μελέαγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκήπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + φόρος*] … Dictionary of Greek